Αναδημοσίευση από το Franchise Success τ.54/Αυγουστος 2014
Franchise Success:Έχουν υπάρξει κατά καιρούς έντονες τριβές μεταξύ franchisors-franchisees σχετικά με θέματα που αφορούν αποκλειστικούς προμηθευτές και αποκλειστικότητες αγορών. Ποιο το πλαίσιο οριοθέτησης αυτών των παραμέτρων και ποια τα σημεία προσοχής;
Η ύπαρξη της ρήτρας αποκλειστικής προμήθειας στις Συμβάσεις Franchise, με την οποία ο Λήπτης υποχρεώνεται να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα αποκλειστικά από τον Δότη ή από προμηθευτές που εκείνος θα του υποδεικνύει, δημιουργεί δυστυχώς συνεχή προβλήματα στις συνεργασίες franchise, αφού οι Λήπτες συχνά ισχυρίζονται ότι μπορούν να βρουν και αγοράσουν τα ίδια προϊόντα, σε πολύ χαμηλότερες τιμές, από άλλους βέβαια προμηθευτές.
Κατά το άρθρο 1 παραγρ. (δ) του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010, από τον οποίο διέπεται και στη χώρα μας το Franchising, η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού ορίζεται : α) ως κάθε άμεση ή έμμεση υποχρέωση με βάση την οποία ο αγοραστής-λήπτης δεν έχει τη δυνατότητα να παράγει, αγοράζει, πωλεί ή μεταπωλεί αγαθά ή υπηρεσίες που είναι ανταγωνιστικά προς τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση και β) ως κάθε άμεση ή έμμεση υποχρέωση του αγοραστή-λήπτη να αγοράζει από τον προμηθευτή-δότη ή από άλλη επιχείρηση την οποία υπέδειξε ο προμηθευτής, ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των συνολικών προμηθειών του επί των αγαθών ή υπηρεσιών που αναφέρονται στη σύμβαση και των υποκαταστάτων τους στη σχετική αγορά, του ποσοστού αυτού υπολογιζόμενου με βάση την αξία, ή, όταν αυτή είναι η συνήθης πρακτική του κλάδου, με βάση τον όγκο των προμηθειών του αγοραστή-λήπτη κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Από την ανάγνωση του παραπάνω ορισμού διαπιστώνουμε ότι η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού έχει ουσιαστικά δύο σκέλη, αναλυόμενη έτσι σε δύο επιμέρους υποχρεώσεις : α) στην υποχρέωση του αγοραστή-λήπτη να μην εμπορεύεται ανταγωνιστικά προς τα συμβατικά προϊόντα ή υπηρεσίες (προώθηση συγκεκριμένου σήματος ή single branding) και β) στην υποχρέωση του αγοραστή-λήπτη να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα ή τις υπηρεσίες από συγκεκριμένη πηγή (αποκλειστική προμήθεια).
Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του Κανονισμού 330/2010 περιλαμβάνεται ένας κατάλογος υποχρεώσεων οι οποίες, εφόσον περιέχονται σε κάθετες συμφωνίες, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που μία ή περισσότερες από αυτές τις υποχρεώσεις περιέχονται σε μία κάθετη συμφωνία, όπως είναι το Franchising, το ευεργέτημα της ομαδικής απαλλαγής, δηλαδή ουσιαστικά της νόμιμης επιβολής της συγκεκριμένης υποχρέωσης, χάνεται μόνο για το τμήμα εκείνο της συμφωνίας στο οποίο περιέχεται κάποια ή κάποιες από αυτές τις υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας μπορεί να διαχωρισθεί από τις μη απαλλασσόμενες υποχρεώσεις. Ο προαναφερθείς κατάλογος περιλαμβάνει και την ακόλουθη, αφορώσα και στο Franchising, υποχρέωση, η οποία δεν καλύπτεται από την ομαδική απαλλαγή :
Οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της οποίας αναλύθηκε αμέσως παραπάνω, η χρονική διάρκεια της οποίας είναι απεριόριστη ή υπερβαίνει τα πέντε έτη (άρθρο 5, περιπτ. (α)). Όμως, ο παραπάνω χρονικός περιορισμός των πέντε ετών δεν ισχύει εφόσον τα συμβατικά αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλούνται από τον αγοραστή-λήπτη μέσα από χώρους και οικόπεδα που είτε ανήκουν στην κυριότητα του προμηθευτή-δότη, είτε έχουν μισθωθεί από αυτόν και οι εκμισθωτές είναι τρίτα πρόσωπα μη συνδεδεμένα με τον αγοραστή-λήπτη, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι η χρονική διάρκεια της τεθείσας υποχρέωσης μη ανταγωνισμού δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατοχής των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή-λήπτη. Ο δικαιολογητικός λόγος αυτής της εξαίρεσης είναι ότι, κατά κανόνα, δεν αναμένεται εύλογα από έναν προμηθευτή-δότη να επιτρέπει την πώληση ανταγωνιστικών προϊόντων από χώρους και οικόπεδα που ανήκουν σε αυτόν, χωρίς την άδειά του. Η εξαίρεση όμως αυτή δεν καλύπτει τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται σχετικά με την ιδιοκτησία για την παράκαμψη του ορίου των πέντε ετών.
Υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού σιωπηρά ανανεώσιμη πέραν της πενταετίας λογίζεται ότι συνάπτεται για απεριόριστο χρόνο και συνεπώς δεν καλύπτεται από τον Κανονισμό 330/2010. Όμως, καλύπτεται η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού εφόσον η πέραν της πενταετίας ανανέωση απαιτεί ρητή συγκατάθεση και των δύο μερών της σύμβασης και ο αγοραστής-λήπτης δεν αντιμετωπίζει κανένα εμπόδιο για να απαλλαγεί από αυτή την υποχρέωση μετά την πάροδο της πενταετίας. Το χρονικό όριο της πενταετίας δεν αναφέρεται στο σύνολο της σύμβασης αλλά στον όρο μη ανταγωνισμού. Με αυτή την έννοια η σύμβαση μπορεί εγκύρως να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τον όρο μη ανταγωνισμού. Η μη απαλλαγή της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού για αόριστο χρόνο ή για χρόνο που υπερβαίνει την πενταετία έχει σκοπό να εξαναγκάζει τα συμβαλλόμενα μέρη να ανανεώνουν σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα την περί μη ανταγωνισμού απόφασή τους. Αλλεπάλληλες ανανεώσεις δεν ισοδυναμούν με υποχρέωση μη ανταγωνισμού αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, επειδή σκοπός της διάταξης είναι η αποτροπή υπέρμετρων δεσμεύσεων του αγοραστή-λήπτη, δεν υπάγονται στο άρθρο 5 περίπτ. (α) του Κανονισμού οι περιορισμοί που αναλαμβάνει ο προμηθευτής-δότης, όπως π.χ. η υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού του αγοραστή-λήπτη.
Από την προηγηθείσα ανάλυση γίνεται φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 5 περίπτ. (α) του νέου Κανονισμού δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στις Συμβάσεις Franchise, οι οποίες συνήθως συνάπτονται για χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο πρώτος Κανονισμός 4087/88 όχι μόνον δεν περιείχε τέτοιου είδους πρόβλεψη αλλά επέτρεπε, υπό προϋποθέσεις, την επιβολή από τον Δότη στον Λήπτη, καθόλη τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης, τόσο της υποχρέωσης μη εμπορίας ανταγωνιστικών προς αυτά του Δότη προϊόντων, όσο και της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας των συμβατικών προϊόντων από συγκεκριμένη πηγή. Όμως, ευτυχώς για το Franchising, μετά από πίεση που ασκήθηκε κυρίως από τη γερμανική αντιπροσωπεία η Επιτροπή διατύπωσε στις Κατευθυντήριες Γραμμές για την εφαρμογή του Κανονισμού (παραγρ. 190) την άποψη ότι «η υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού αναφορικά με τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αγοράζονται από τον Λήπτη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παραγρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δηλαδή ουσιαστικά η επιβολή της είναι νόμιμη, όταν η εν λόγω υποχρέωση είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της κοινής ταυτότητας και της φήμης του Δικτύου Franchise. Σε τέτοιες περιπτώσεις η διάρκεια της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού δεν αποτελεί σημαντικό στοιχείο σύμφωνα με το άρθρο 101, παραγρ. 1, εφόσον δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της ίδιας της Σύμβασης Franchise». Σε επίρρωση μάλιστα της άποψης αυτής η Επιτροπή, στην αμέσως επόμενη παράγραφο των Κατευθυντήριων (παραγρ. 191) και συγκεκριμένα στο εκεί παρατιθέμενο παράδειγμα δικαιόχρησης (franchising), αναφέρει ως επιδεκτική απαλλαγής Σύμβαση Franchise διάρκειας 10 ετών στην οποία περιλαμβάνεται ρήτρα μη ανταγωνισμού, καλύπτουσα όλη τη χρονική διάρκεια της συμβατικής σχέσης, καθόσον η συνομολόγηση αυτής της ρήτρας «επιτρέπει στον Δότη να διατηρήσει την ομοιομορφία των σημείων πώλησης και να εμποδίσει τους ανταγωνιστές να επωφεληθούν από την εμπορική του επωνυμία». Επιπλέον των παραπάνω η Επιτροπή αναφέρει στις Κατευθυντήριες (παραγρ. 148) ότι «η μεταβίβαση ουσιώδους τεχνογνωσίας συνήθως δικαιολογεί την επιβολή υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας προμήθειας, όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο δικαιόχρησης». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ουσιαστικά η Επιτροπή με τις Κατευθυντήριες αίρει για τις Συμβάσεις Franchise, υπό προϋποθέσεις, τον χρονικό περιορισμό της πενταετίας για την επιβολή στον Λήπτη της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού. Δηλαδή εδώ η Επιτροπή φαίνεται να ακολουθεί τη θέση που διατύπωσε το ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Κοινότητας) στην υπόθεση Pronuptia αναφορικά με την επιβολή στον Λήπτη της εν λόγω υποχρέωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΚ, η επιβαλλόμενη στον Λήπτη υποχρέωση να πωλεί μόνο προϊόντα προερχόμενα από τον δότη ή από προμηθευτές που αυτός επιλέγει θεωρείται απαραίτητη για την προστασία της καλής φήμης του δικτύου και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 (σημερινό 101) παραγρ. 1 σε δύο περιπτώσεις : α) όταν είναι πρακτικά δύσκολο να καθοριστούν αντικειμενικοί κανόνες ποιότητας λόγω της φύσης των προϊόντων, όπως π.χ. στα είδη μόδας και β) όταν η επίβλεψη της τήρησης αυτών των κανόνων συνεπάγεται, εξαιτίας του ενδεχομένως μεγάλου αριθμού των ληπτών ενός δικτύου franchise, υπερβολικά υψηλό κόστος. Η επιβολή πάντως αυτής της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας δεν επιτρέπεται, κατά το ΔΕΚ , να καταλήγει στο να παρεμποδίζει τον λήπτη να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα από άλλους λήπτες. Ο δικαιολογητικός λόγος της ρήτρας αποκλειστικής προμήθειας βρίσκεται στο δικαίωμα του δότη να ασκεί έλεγχο στην προσφορά εμπορευμάτων από τον λήπτη, έτσι ώστε οι πελάτες του δικτύου να μπορούν να βρίσκουν σε κάθε λήπτη εμπορεύματα της ίδιας ποιότητας.
Η παράβαση από τον λήπτη αυτής της υποχρέωσης δημιουργεί στον δότη αξίωση αποζημίωσης. Επειδή η απαγόρευση ανταγωνισμού είναι αφηρημένη, με την έννοια ότι δεν ενδιαφέρει η επέλευση συγκεκριμένης ζημίας αλλά ότι αρκεί η προώθηση ανταγωνιστικών προϊόντων ή η προμήθεια των συμβατικών προϊόντων από άλλες πηγές (εξαιρείται η περίπτωση της προμήθειάς τους από άλλους λήπτες του δικτύου franchise) για να επέλθει η παράβασή της, ο υπόχρεος-λήπτης δεν προτείνει λυσιτελώς την ένσταση ότι δεν επήλθε πραγματική βλάβη στον δότη από την ανταγωνιστική του δραστηριότητα. Η ανταγωνιστική δραστηριότητα του λήπτη δικαιολογεί, εξάλλου, την καταγγελία της Σύμβασης Franchise για σπουδαίο υπαίτιο λόγο. Ο λόγος αυτός είναι ικανός να διαταράξει σοβαρά τη σχέση εμπιστοσύνης που κυριαρχεί στη Σύμβαση Franchise, γεγονός που άλλωστε δικαιολογεί και το άσκοπο της όχλησης ή της θέσης προθεσμίας προς εκπλήρωση. Η συνέχιση της συμβατικής σχέσης δεν είναι κατά κανόνα ανεκτή για τον δότη. Αυτονόητο είναι ότι η καταγγελία θα πρέπει να θεωρηθεί ως καταχρηστική και συνεπώς άκυρη όταν η συγκεκριμένη ενέργεια του λήπτη ήταν ήδη γνωστή προ πολλού χρόνου στον δότη και αυτός την είχε ανεχθεί (αποδυνάμωση δικαιώματος). Ακόμη, η παράβαση της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού συνιστά λόγο που εμποδίζει τη γέννεση τόσο της τυχόν αξίωσης αποζημίωσης πελατείας του λήπτη, όσο και της αποκατάστασης της περαιτέρω ζημίας του.
Συμπερασματικά λοιπόν προκύπτει σαφώς από την προεκτεθείσα ανάλυση ότι πράγματι η επιβολή από τον Δότη στους Λήπτες του Δικτύου Franchise της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας είναι νόμιμη, υπό τις προϋποθέσεις βέβαια που ήδη αναφέρθηκαν. Όμως, θα πρέπει ο Δότης να μην αισχροκερδεί εις βάρος των Ληπτών του, εκμεταλλευόμενος την τήρηση αυτής της υποχρέωσης, δηλαδή να μην αναγκάζονται οι Λήπτες να αγοράζουν σε πολύ υψηλότερες τιμές τα ίδια προϊόντα, τα οποία πωλούν και άλλοι, μη εγκεκριμένοι από τον Δότη προμηθευτές, γιατί τότε η νομιμότητα της τήρησης αυτής της υποχρέωσης θα τίθεται εν αμφιβόλω (κατάχρηση δικαιώματος), αφού μάλιστα θα έπρεπε να αγοράζουν τα προϊόντα αυτά φθηνότερα (οικονομίες κλίμακος).
Photo Via Flickr: Vilhelm Sjostrom