Ο νέος Κανονισμός (ΕΕ) 330/2010 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών και οι επιπτώσεις του στα Δίκτυα Franchise
Στις 20 Απριλίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον νέο Κανονισμό Ομαδικής Απαλλαγής για τις κάθετες συμφωνίες (23.4.2010/L102), δηλαδή τις συμφωνίες εκείνες που συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων καθεμία από τις οποίες δραστηριοποιείται, για τους σκοπούς της συμφωνίας, σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, και που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη δύνανται να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες. Ο Kανονισμός αυτός, ο οποίος αντικαθιστά τον αντίστοιχο προηγούμενο Κανονισμό 2790/1999, αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουνίου 2010 και η ισχύς του εκπνέει στις 31 Μαΐου 2022. Ο νέος Κανονισμός διαφοροποιείται σε μικρό βαθμό από τον προηγούμενο, αφού κρίθηκε ότι το νέο μοντέλο αντιμετώπισης ορισμένων κατηγοριών κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, που για πρώτη φορά εφαρμόσθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2000, λειτούργησε επιτυχώς, με αποτέλεσμα να μην απαιτούνται τροποποιήσεις και προσθήκες μεγάλης έκτασης σε αυτό. Στην παρούσα μελέτη επισημαίνονται και αναλύονται οι διατάξεις του νέου Κανονισμού, αλλά και του κειμένου των Κατευθυντήριων γραμμών που τον συνοδεύει, οι οποίες διαφοροποιούνται σημαντικά από εκείνες του προηγούμενου Κανονισμού και επιπλέον αφορούν στο Franchising. |
I. Οι διαφοροποιημένες σε σχέση με τον Κανονισμό 2790/1999 διατάξεις του νέου Κανονισμού 330/2010
1. Άρθρο 1 στοιχ. ζ (τεχνογνωσία)
Ο προηγούμενος Κανονισμός 2790/1999, στον ορισμό του για την τεχνογνωσία (άρθρο 1 στοιχ. στ), στην ανάλυση των εννοιών απόρρητες και ουσιώδεις πρακτικές πληροφορίες, που πρέπει να περιλαμβάνει η τεχνογνωσία του προμηθευτή, ανέφερε ότι: «απόρρητες σημαίνει ότι η τεχνογνωσία, σαν σύνολο ή στη συγκεκριμένη διάταξη και συνδυασμό των στοιχείων της, δεν είναι γενικά γνωστή ή δεν είναι εύκολα προσβάσιμη, και ουσιώδεις σημαίνει ότι η τεχνογνωσία περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες στον αγοραστή για τη χρήση, πώληση ή μεταπώληση των αναφερόμενων στη σύμβαση αγαθών ή υπηρεσιών».
Ο νέος Κανονισμός 330/2010, στον αντίστοιχο ορισμό του (άρθρο 1 στοιχ. ζ) αναφέρει ότι: «απόρρητες σημαίνει ότι η τεχνογνωσία δεν είναι γενικά γνωστή ούτε εύκολα προσβάσιμη, και ουσιώδεις σημαίνει ότι η τεχνογνωσία είναι σημαντική και χρήσιμη στον αγοραστή για τη χρήση, πώληση ή μεταπώληση των αναφερόμενων στη σύμβαση αγαθών ή υπηρεσιών».
Συγκρίνοντας λοιπόν τους δύο ορισμούς της τεχνογνωσίας, η οποία βέβαια αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο των συστημάτων και Δικτύων Franchise (βλ. Δ. Κωστάκης, Franchising, εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης, 2002, σελ. 95 επ.), διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
α. Στον ορισμό του νέου Κανονισμού έχει απαλειφθεί από την έννοια του απορρήτου η φράση: «σαν σύνολο ή στη συγκεκριμένη διάταξη και συνδυασμό των στοιχείων της». Θεωρούμε ότι η απάλειψη της συγκεκριμένης φράσης προσδίδει μεγαλύτερη ευελιξία στον προσδιορισμό της έννοιας του απορρήτου, αφού πλέον ο δικαστής που θα κληθεί να κρίνει κατά πόσον πληρούται το συγκεκριμένο κριτήριο δεν δεσμεύεται να εξετάσει εάν στο σύνολό της η υπό κρίση τεχνογνωσία του δικαιοπαρόχου ή δότη, ή στη συγκεκριμένη διάταξη και συνδυασμό των επιμέρους στοιχείων της είναι μυστική.
β. Στον ορισμό του νέου Κανονισμού ο προσδιορισμός αναγκαίες, που αναφερόταν στην έννοια των ουσιωδών πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην τεχνογνωσία, έχει αντικατασταθεί από τους προσδιορισμούς σημαντική και χρήσιμη. Εδώ διαπιστώνουμε ότι ο Κανονισμός 330/2010 επανέρχεται στη σχετική διατύπωση του πρώτου Κοινοτικού Κανονισμού για το Franchising, του 4087/1988, ο οποίος χρησιμοποιούσε τις ίδιες λέξεις, σημαντική και χρήσιμη αναφερόμενος στην έννοια του ουσιώδους της τεχνογνωσίας (άρθρο 1, παρ. 3, στοιχ. στ). Θεωρούμε ότι ορθά ο νέος Κανονισμός προέβη στην αντικατάσταση του κριτηρίου της αναγκαιότητας από αυτά του σημαντικού και χρήσιμου, αφού η πρακτική της λειτουργίας των Δικτύων Franchise έχει αποδείξει ότι αρκεί η τεχνογνωσία του δότη να περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία της επιχείρησης του λήπτη και επιπλέον να του είναι χρήσιμη για να βελτιώσει την ανταγωνιστική του θέση στην αγορά, χωρίς να απαιτείται να είναι και αναγκαία.
2. Άρθρο 3, παρ. 1 σε συνδυασμό με υπ’ αριθμ. 8 αιτιολογική σκέψη (ανώτατο μερίδιο αγοράς)
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό του νέου Κανονισμού, καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του ευεργετήματος της απαλλαγής κατά κατηγορία έχει πλέον όχι μόνο το μερίδιο αγοράς του προμηθευτή, όπως προέβλεπε ο Κανονισμός 2790/1999, αλλά συγχρόνως και το μερίδιο αγοράς του αγοραστή. Συνεπώς, για να ισχύει η απαλλαγή κατά κατηγορία, τόσο το μερίδιο αγοράς του προμηθευτή στην αγορά όπου πωλεί τα συμβατικά προϊόντα στον αγοραστή, όσο και το μερίδιο αγοράς του αγοραστή στην αγορά όπου αγοράζει τα συμβατικά προϊόντα δεν πρέπει να υπερβαίνουν έκαστο το 30% (βλ. Κατευθυντήριες, παρ. 87). Έτσι, στις Συμβάσεις Franchise, τόσο ο Δότης όσο και ο Λήπτης δεν πρέπει να έχουν πλέον έκαστος μερίδιο αγοράς που να υπερβαίνει το 30% των αντίστοιχων σχετικών αγορών τους, εάν επιθυμούν να τύχουν του ευεργετήματος απαλλαγής του Κανονισμού 330/2010 (βλ. Δ. Κωστάκης, ό.π., σελ. 375 και τον ίδιο σε ΔΕΕ 7/2000, σελ. 710, «Το Franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών»). Στην πρακτική των Δικτύων Franchise, η αναφορά αυτή του νέου Κανονισμού και στο μερίδιο αγοράς του αγοραστή-λήπτη θα επηρεάσει βασικά εκείνους τους λήπτες οι οποίοι διαθέτουν και λειτουργούν περισσότερα του ενός καταστήματα του ίδιου Δικτύου Franchise (το λεγόμενο πολλαπλό Franchise ‒ multiple franchise units) (βλ. Δ. Κωστάκης, Franchising, 2002, σελ. 51) , όπως και τις περιπτώσεις των master franchisees (κύριοι λήπτες) και των area developers (λήπτες σε μοντέλο συμφωνιών ανάπτυξης περιοχής) (βλ. Δ. Κωστάκης, ό.π., σελ. 403 επ.).
II. Οι διαφοροποιημένες διατάξεις των Κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους Κάθετους Περιορισμούς
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμόρφωσε ένα ενιαίο κείμενο στο οποίο περιλαμβάνονται οι Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του νέου Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010 για τις κάθετες συμφωνίες (19.5.2010/C 130/01). Το κείμενο αυτό περιγράφει την πολιτική εφαρμογής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις κάθετες συμφωνίες. Το νέο άρθρο 101 αντικατέστησε την 1.12.2009 το προηγούμενο άρθρο 81 της συνθήκης ΕΚ. Οι διατάξεις των δύο αυτών άρθρων είναι ουσιαστικά ταυτόσημες. Με αυτές τις Κατευθυντήριες γραμμές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποσκοπεί στο να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν τις δικές τους εκτιμήσεις των συναπτόμενων από αυτές κάθετων συμφωνιών υπό το καθεστώς των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού. Ωστόσο, οι κανόνες που διατυπώνονται στις Κατευθυντήριες γραμμές δεν πρέπει να εφαρμόζονται μηχανικά, αλλά αφού ληφθούν κάθε φορά υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, η οποία θα αξιολογείται υπό το πρίσμα των δικών της πραγματικών δεδομένων (Κατευθυντήριες, παρ. 3).
Το κείμενο αυτό των Κατευθυντήριων γραμμών διαφοροποιείται σε μικρό βαθμό από το αντίστοιχο προηγούμενο κείμενο της Επιτροπής, το οποίο συνόδευε τον Κανονισμό 2790/1999 (βλ. ανάλυση του προηγούμενου κειμένου σε Δ. Κωστάκη, Franchising, 2002, σελ. 386 επ. και τον ίδιο σε ΔΕΕ 7/2000, ό.π., σελ. 713 επ.). Ήταν δε επόμενο να συμβεί αυτό, αφού και ο νέος Κανονισμός σε μικρό βαθμό διαφοροποιείται από τον προηγούμενο. Στη συνέχεια ακολουθεί σύντομη παρουσίαση των διατάξεων εκείνων των Κατευθυντήριων γραμμών που αφενός διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό από εκείνες του προηγούμενου κειμένου και αφετέρου αφορούν στο Franchising.
1. Παράγραφος 25
Με τη συγκεκριμένη παράγραφο έχει προστεθεί, με το στοιχείο (α) αυτής, ένα επιπλέον στοιχείο στον ορισμό των κάθετων συμφωνιών του άρθρου 1 παρ. 1 του νέου Κανονισμού 330/2010 (βλ. ανάλυση της αντίστοιχης παραγράφου 24 του κειμένου των προηγούμενων Κατευθυντηρίων σε Δ. Κωστάκη, Franchising, 2002, σελ. 376 επ. και τον ίδιο σε ΔΕΕ 7/2000, ό.π., σελ. 710-711). Σύμφωνα λοιπόν με την προσθήκη αυτή ο κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορίες δεν εφαρμόζεται στη μονομερή συμπεριφορά των οικείων επιχειρήσεων. Η εν λόγω μονομερής συμπεριφορά μπορεί ενδεχομένως να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 (πρώην 82 της Συνθήκης), το οποίο απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 101, αρκεί τα μέρη να έχουν εκφράσει, με οποιονδήποτε τρόπο, την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισμένο τρόπο. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ρητή συμφωνία με την οποία εκφράζεται η σύμπτωση των βουλήσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η μονομερής πολιτική του ενός μέρους έχει τη συναίνεση του άλλου.
2. Παράγραφοι 52, 53 και 54 (ΙΝΤΕΡΝΕΤ)
Στις παραγράφους αυτές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει περιλάβει μια δέσμη ρυθμίσεων αναφορικά με τη χρήση του Διαδικτύου (Internet) από τα μέλη των Συστημάτων Διανομής (αποκλειστική διανομή, επιλεκτική διανομή, Franchising). Οι ρυθμίσεις αυτές είναι σαφώς περισσότερες και λεπτομερέστερες από εκείνες των προηγούμενων Κατευθυντηρίων (παρ. 51) (βλ. ανάλυση της εν λόγω παραγράφου σε Δ. Κωστάκη, «Η ρήτρα της αποκλειστικότητας περιοχής (προστατευμένη γεωγραφική περιοχή) των συμβάσεων δικαιόχρησης τόσο στα πλαίσια του Κανονισμού 2790/1999 όσο και σε αυτά των νέων δεδομένων του ηλεκτρονικού εμπορίου ΔΕΕ 12/2001», σελ. 1213 και τον ίδιο σε Franchising, 2002, ό.π. σελ. 246 επ.), αφού πλέον η Επιτροπή απέκτησε σαφώς μεγαλύτερη εμπειρία στον τρόπο χρήσης του Internet από τα μέλη των Συστημάτων Διανομής.
Σύμφωνα λοιπόν με τις Κατευθυντήριες (παρ. 52), το Διαδίκτυο είναι ισχυρό μέσο για την προσέγγιση περισσότερων και διαφορετικών πελατών σε σχέση με τους πελάτες που προσεγγίζονται με τη χρήση μόνο πιο παραδοσιακών μεθόδων πώλησης, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι περιορισμοί αναφορικά με τη χρήση του Διαδικτύου αντιμετωπίζονται ως περιορισμοί (μετα)πώλησης. Γενικώς, η κατοχή διαδικτυακού τόπου θεωρείται μια μορφή παθητικής πώλησης, η οποία πάντοτε επιτρέπεται, δεδομένου ότι αποτελεί εύλογο τρόπο για να μπορούν οι πελάτες να προσεγγίζουν τον διανομέα. Εάν ένας πελάτης επισκεφθεί τον διαδικτυακό τόπο ενός διανομέα και έλθει σε επαφή μαζί του, και εφόσον η επαφή αυτή καταλήξει σε πώληση, περιλαμβανομένης της παράδοσης του προϊόντος, θεωρείται ως παθητική πώληση. Το ίδιο ισχύει και εάν ένας πελάτης επιλέγει να ενημερώνεται (αυτόματα) από τον διανομέα και η επιλογή του αυτή οδηγήσει σε πώληση. Έτσι, για παράδειγμα, οι ακόλουθοι περιορισμοί θεωρούνται από την Επιτροπή ως περιορισμοί ιδιαίτερης σοβαρότητας επί των παθητικών πωλήσεων λόγω της δυνατότητάς τους να παρεμποδίζουν τον διανομέα να προσεγγίσει περισσότερους και διαφορετικούς πελάτες, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της όλης κάθετης συμφωνίας, που τυχόν τους περιέχει, από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 330/2010. Οι ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμοί αυτοί είναι:
α) η συμφωνία με την οποία ο προμηθευτής επιβάλλει στον (αποκλειστικό) διανομέα να εμποδίζει τους πελάτες που βρίσκονται σε άλλη (αποκλειστική) περιοχή να συμβουλεύονται τον διαδικτυακό του τόπο ή η συμφωνία να τους παραπέμπει αυτόματα προς τους διαδικτυακούς τόπους του προμηθευτή ή άλλων (αποκλειστικών) διανομέων. Όμως, επιτρέπεται η συμφωνία με την οποία ο διαδικτυακός τόπος του διανομέα προσφέρει επιπροσθέτως ορισμένους συνδέσμους (links) προς διαδικτυακούς τόπους άλλων διανομέων ή/και του προμηθευτή.
β) η συμφωνία που επιβάλλει στον (αποκλειστικό) διανομέα να σταματά τις συναλλαγές του με καταναλωτές μέσω του Διαδικτύου, εφόσον, από τα δεδομένα της πιστωτικής τους κάρτας, προκύπτει διεύθυνση εκτός της (αποκλειστικής) περιοχής του διανομέα.
γ) η συμφωνία που επιβάλλει στον διανομέα να περιορίζει το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων που πραγματοποιεί μέσω του Διαδικτύου. Όμως, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα, χωρίς βέβαια να περιορίζει τις πωλήσεις του διανομέα μέσω του Διαδικτύου, να απαιτεί από τον διανομέα την πώληση τουλάχιστον μιας ορισμένης απόλυτης ποσότητας (σε αξία ή όγκο) των συμβατικών προϊόντων εκτός Διαδικτύου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία του παραδοσιακού του καταστήματος. Αυτή η απόλυτη ποσότητα των απαιτούμενων πωλήσεων εκτός Διαδικτύου μπορεί να είναι η ίδια για όλους τους διανομείς ή να καθορίζεται ατομικά για κάθε διανομέα με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως το μέγεθος του διανομέα στο Δίκτυο του προμηθευτή (π.χ. στο Δίκτυο Franchise) ή η γεωγραφική του εγκατάσταση. Επιπλέον, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να διασφαλίζει ότι η δραστηριότητα του διανομέα μέσω του Διαδικτύου ανταποκρίνεται απόλυτα στα πρότυπα διανομής του προμηθευτή.
δ) η συμφωνία που επιβάλλει στον διανομέα να αγοράζει σε υψηλότερη τιμή τα προϊόντα που προορίζονται για μεταπώληση μέσω του Διαδικτύου, σε σχέση με τα προϊόντα που προορίζονται για μεταπώληση με άλλο τρόπο («διπλή τιμολόγηση»). Όμως, σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις μια τέτοια συμφωνία ενδέχεται να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 101 παρ. 3 της Συνθήκης. Τέτοιες ειδικές περιστάσεις μπορεί να συντρέχουν στην περίπτωση όπου ένας προμηθευτής συμφωνεί αυτή τη διπλή τιμολόγηση με τους διανομείς του γιατί οι πωλήσεις μέσω του Διαδικτύου συνεπάγονται για τον προμηθευτή αισθητά υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις πωλήσεις με άλλο τρόπο. Αυτό συνήθως συμβαίνει επειδή στις πωλήσεις εκτός Διαδικτύου ο διανομέας διατηρεί, κατά κανόνα, μια επιχειρηματική εγκατάσταση (κατάστημα, γραφείο), ενώ στις πωλήσεις μέσω του Διαδικτύου δεν υπάρχει, κατά κανόνα, τέτοιου είδους εγκατάσταση, με αποτέλεσμα ο προμηθευτής να είναι εκείνος που πρέπει να αντιμετωπίσει και επιλύσει τα παράπονα των πελατών του δικτύου διανομής στο πλαίσιο των εγγυήσεων των συμβατικών προϊόντων. Βέβαια, σε αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει σε ποιο βαθμό αυτός ο περιορισμός ιδιαίτερης σοβαρότητας είναι πιθανό να περιορίσει τις πωλήσεις του διανομέα μέσω του Διαδικτύου εμποδίζοντάς τον να προσεγγίσει περισσότερους και διαφορετικούς πελάτες (παρ. 64 των Κατευθυντηρίων). Πάντως, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να συμφωνήσει με τον διανομέα την καταβολή ενός πάγιου τέλους (δηλαδή όχι μεταβλητού τέλους με βάση το οποίο το καταβαλλόμενο από τον διανομέα στον προμηθευτή ποσό θα αυξάνεται ανάλογα με τον πραγματοποιούμενο κύκλο εργασιών εκτός Διαδικτύου, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε έμμεσα με διπλή τιμολόγηση) για την παροχή από τον προμηθευτή υπηρεσιών υποστήριξης των προσπαθειών του διανομέα αναφορικά με τις πωλήσεις του εκτός ή μέσω Διαδικτύου.
Με την παράγραφο 53 των Κατευθυντηρίων γίνεται δεκτό ότι οι περιορισμοί στη χρήση του Διαδικτύου που επιβάλλονται από τον προμηθευτή στον διανομέα θεωρούνται συμβατοί με τον Κανονισμό 330/2010 στον βαθμό που η προώθηση μέσω Διαδικτύου ή η χρήση του Διαδικτύου συνεπάγεται την πραγματοποίηση ενεργητικών πωλήσεων, για παράδειγμα σε αποκλειστικές περιοχές ή ομάδες πελατών άλλων διανομέων (άρθρο 4 στοιχ. βi του Κανονισμού). Έτσι, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διαδικτυακές διαφημίσεις που απευθύνονται ειδικά σε ορισμένους πελάτες συνιστούν μορφή ενεργητικής πώλησης προς τους πελάτες αυτούς. Παραδείγματος χάρη, η χρησιμοποίηση διαφημιστικών πινακίδων που απευθύνονται σε μια περιοχή και τοποθετούνται σε διαδικτυακούς τόπους τρίτων αποτελεί μορφή ενεργητικών πωλήσεων στη γεωγραφική περιοχή όπου εμφανίζονται οι συγκεκριμένες διαφημιστικές πινακίδες. Γενικώς, οι προσπάθειες πώλησης που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε μια ορισμένη ομάδα πελατών θεωρούνται ως ενεργητική πώληση στην εν λόγω περιοχή ή πελατειακή ομάδα. Έτσι, η πληρωμή μηχανής αναζήτησης ή διαδικτυακού διαφημιστή για την προβολή διαφημιστικού μηνύματος απευθυνόμενου ειδικά στους χρήστες μιας συγκεκριμένης περιοχής αποτελεί μορφή ενεργητικών πωλήσεων στην περιοχή αυτή.
Με την παράγραφο 54 των Κατευθυντηρίων γίνεται δεκτό ότι ο προμηθευτής μπορεί να επιβάλει στον διανομέα την υποχρέωση να διαθέτει ένα ή περισσότερα παραδοσιακά καταστήματα ως προϋπόθεση για να καταστεί μέλος του συστήματος διανομής του. Ακόμη, ο προμηθευτής μπορεί να επιφέρει μεταγενέστερες αλλαγές σε αυτή την υποχρέωση του διανομέα, υπό τον όρο οι αλλαγές αυτές να μην έχουν ως αντικείμενο τον άμεσο ή έμμεσο περιορισμό των πωλήσεων του διανομέα μέσω του Διαδικτύου. Επιπρόσθετα, ο προμηθευτής μπορεί να επιβάλει στους διανομείς του τη συμβατική υποχρέωση να χρησιμοποιούν αποκλειστικά πλατφόρμες τρίτων για τη διανομή των συμβατικών προϊόντων μόνο με βάση τα πρότυπα και τους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του προμηθευτή και των διανομέων του αναφορικά με τη χρήση του Διαδικτύου από αυτούς τους διανομείς. Παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση που ο διαδικτυακός τόπος του διανομέα φιλοξενείται από πλατφόρμα τρίτου, ο προμηθευτής μπορεί να επιβάλει στον διανομέα την υποχρέωση να μην εισέρχονται οι πελάτες στον διαδικτυακό τόπο του διανομέα μέσω διαδικτυακού τόπου που φέρει το όνομα ή τον λογότυπο της πλατφόρμας του συγκεκριμένου τρίτου.
3. Παράγραφος 223
Με την παράγραφο αυτή για πρώτη φορά η Επιτροπή, αναφερόμενη στον ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμό του καθορισμού τιμών μεταπώλησης, αναγνωρίζει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να επικαλεστούν το επιχείρημα βελτίωσης της αποτελεσματικότητας με βάση το άρθρο 101 παρ. 3 σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σχετικά και παράγραφο 47 των Κατευθυντηρίων, με την οποία αναγνωρίζεται, επίσης για πρώτη φορά, αυτή η δυνατότητα στις επιχειρήσεις αναφορικά με τους ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμούς του άρθρου 4 του Κανονισμού 330/2010). Εναπόκειται στα μέρη να τεκμηριώσουν ότι η πιθανή βελτίωση της αποτελεσματικότητας προκύπτει από την εισαγωγή της καθορισμένης τιμής μεταπώλησης στη συμφωνία και να αποδείξουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 101 παρ. 3. Στη συνέχεια εναπόκειται στην Επιτροπή να αξιολογήσει ουσιαστικά τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές, προτού αποφανθεί οριστικά κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 101 παρ. 3.
4. Παράγραφος 225
Με τη συγκεκριμένη παράγραφο η Επιτροπή εισάγει, για πρώτη φορά, ορισμένες εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα του άρθρου 4 στοιχ. α του Κανονισμού 330/2010, σύμφωνα με τον οποίο αποτελεί περιορισμό ιδιαίτερης σοβαρότητας του ανταγωνισμού η κάθετη εκείνη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που έχει ως άμεσο ή έμμεσο αντικείμενο τη θέσπιση από τον προμηθευτή ορισμένης ή ελάχιστης τιμής μεταπώλησης ή ορισμένου ή ελάχιστου επιπέδου τιμών που πρέπει να τηρεί ο διανομέας. Η μία από τις εξαιρέσεις αυτές αφορά στο Franchising, και σύμφωνα με αυτήν ο καθορισμός τιμών μεταπώλησης, και όχι απλώς ο καθορισμός μέγιστων τιμών μεταπώλησης, μπορεί να είναι αναγκαίος για τη διοργάνωση, σε ένα σύστημα δικαιόχρησης ή ανάλογο σύστημα διανομής που εφαρμόζει ομοιόμορφη μέθοδο διανομής, μιας συντονισμένης εκστρατείας χαμηλών τιμών σύντομης διάρκειας (τις περισσότερες φορές 2 έως 6 εβδομάδων), που θα είναι επίσης προς το συμφέρον των καταναλωτών.
III. Συμπεράσματα
Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η δεκαετής (2000-2010) λειτουργία και εφαρμογή του Κανονισμού 2790/1999 στέφθηκε με επιτυχία, πολύ ορθά, με τον νέο Κανονισμό 330/2010 διατήρησε στην ουσία τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισης των κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, προβαίνοντας μόνο σε ορισμένες διορθωτικές κινήσεις, οι οποίες και αναλύθηκαν σε αδρές γραμμές στην παρούσα μελέτη. Ειδικά για τα Δίκτυα Franchise σημασία έχουν οι προσθήκες και αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, τόσο με τον Κανονισμό 330/2010 όσο, και ιδιαίτερα, με το κείμενο των Κατευθυντηρίων που τον συνοδεύει, στα θέματα που άπτονται της τεχνογνωσίας, του Διαδικτύου (Internet) και του καθορισμού τιμών μεταπώλησης, τα οποία ήδη παρουσιάσθηκαν στην παρούσα μελέτη. Πάντως, θεωρούμε ότι οι εν λόγω προσθήκες και αλλαγές είναι επ’ ωφελεία των Δικτύων Franchise και προέκυψαν μέσα από την δεκαετή εμπειρία της Επιτροπής. Τέλος, αναφορικά με την τυχόν ανάγκη τροποποίησης των Συμβάσεων Franchise λόγω της έκδοσης του νέου Κανονισμού, θεωρούμε ότι ουσιαστικά δεν υφίσταται, αφού οι ήδη υπάρχουσες και λειτουργούσες σύμφωνα με τον Κανονισμό 2790/1999 συμβάσεις πληρούν και τους όρους απαλλαγής του νέου Κανονισμού 330/2010. Επιπλέον, ο νέος Κανονισμός προβλέπει (άρθρο 9) μια μεταβατική περίοδο ενός έτους από 1.6.2010-31.5.2011, μέσα στην οποία οι συμβαλλόμενοι μπορούν να προβούν στις τροποποιήσεις εκείνες των συμβάσεών τους, που τυχόν απαιτούνται για να πληρούν τους όρους απαλλαγής του Κανονισμού 330/2010.